Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

) η παρτίδα 3) (

См. также в других словарях:

  • παρτίδα — η 1. μέρος, τμήμα ενός συνόλου, ιδίως εμπορεύματος 2. ολοκληρωμένη διαδικασία τυχερού ή άλλου επιτραπέζιου παιχνιδιού (α. «μια παρτίδα σκάκι» β. «δύο παρτίδες τάβλι») 3. πληθ. οι παρτίδες σχέσεις, δοσοληψίες («δεν έχω παρτίδες μαζί του»). [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

  • παρτίδα — η (λ. βενετ.) 1. μέρος ενός όλου: Έφυγε στο εξωτερικό μια παρτίδα από μετανάστες. 2. φάση ή γύρος χαρτοπαιγνίου ή άλλου τεχνικού ή τυχερού παιχνιδιού: Παίξαμε δυο παρτίδες σκάκι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκάκι — Το παιχνίδι για δύο άτομα, με πεσσούς, (πιόνια), οι οποίοι καθώς μετακινούνται από τους παίχτες, σύμφωνα με ορισμένους κανόνες, δίνουν τη σχηματική διεξαγωγή μιας μάχης. Κατάγεται πιθανότατα από την Ινδία (η λέξη προέρχεται από το περσικό σαχ,… …   Dictionary of Greek

  • γκολφ — Άθλημα ανοιχτού χώρου. Κατά τη διάρκειά του, κάθε παίκτης προσπαθεί να ρίξει την μπάλα με όσο το δυνατόν λιγότερα χτυπήματα, μέσα σε διαδοχικές τρύπες ενός κατάλληλα διαμορφωμένου γηπέδου.Κάθε παίκτης χτυπάει την μπάλα με κατάλληλα ρόπαλα… …   Dictionary of Greek

  • κέρλινγκ — (curling). Χειμερινό άθλημα, που παίζεται πάνω στον πάγο. Η πατρότητά του διεκδικείται από τη Σκοτία και τη Βαυαρία. Στη Βαυαρία ήταν γνωστό από το 1520 και έχαιρε τέτοιας εκτίμησης ώστε το εξυμνούσαν οι ποιητές και το συνιστούσαν οι κληρικοί.… …   Dictionary of Greek

  • μπαρούτι — το, και μπαρούτη, η (Μ μπαρούτι και παρούτιν) πυρίτιδα νεοελλ. 1. ως επίθ. ολόστεγνος, εντελώς ξηρός («αυτή η παρτίδα καπνού είναι μπαρούτι» ο καπνός είναι απαλλαγμένος από κάθε ίχνος υγρασίας) 2. φρ. α) «έφαγε το μπαρούτι με τη χούφτα» είναι… …   Dictionary of Greek

  • παρτούζα — η ομαδικός έρωτας, σεξουαλική πράξη με περισσότερους από δύο μετόχους. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. partouse / partouze «ομαδική διασκέδαση» (< partie «μέρος, παρτίδα»)] …   Dictionary of Greek

  • πινγκ-πονγκ — (ήεπιτραπέζιο τένις). Παιχνίδι που παίζεται από 2 ή 4 παίκτες ανά ζεύγη, που χρησιμοποιούν για χώρο παιγνιδιού ένα τραπέζι, και ακολουθεί, με μικρές μεταβολές, όλους τους κανονισμούς τους τένις. Το τραπέζι έχει κανονικά πράσινο χρώμα με άσπρο… …   Dictionary of Greek

  • πόστα — η, Ν 1. το ταχυδρομείο 2. τρένο αργό, με πολλές στάσεις και παράδοση ταχυδρομικών δεμάτων σε πολλούς σταθμούς 3. ομάδα εργατών που αλλάζει βάρδια με άλλη ομάδα 4. το ποσόν που καταθέτει ο παίκτης σε κάθε παρτίδα χαρτιών 5. ναυτ. ο νομέας 6. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • σετ — I (Sete). Πόλη της Ν. Γαλλίας και λιμάνι στον κόλπο του Λέοντα (50 000 κάτ.). Ανήκει στο νομό Ερώ (Heraut) και απέχει 25 χιλ. από το Μονπελιέ. Το λιμάνι της είναι το δεύτερο, μετά τη Μασαλία, σε εμπορική σημασία στη Μεσόγειο για τη Γαλλία.… …   Dictionary of Greek

  • τένις — Αθλοπαιδία, στην οποία οι αθλητές χτυπούν, με τη βοήθεια ρακέτας, μια μπάλα. Παίζεται σε ειδικό γήπεδο, το λεγόμενο κορτ. Πρόδρομος του τ. ήταν μια αθλοπαιδία, με μπάλα επίσης, που την έριχναν επάνω από ένα δίχτυ με την παλάμη. Η αθλοπαιδία αυτή… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»